τρόχις — τρόχῑς , τρόχις courier masc acc pl (epic doric ionic aeolic) τρόχις courier masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχοῖν — τρόχις courier masc gen/dat dual (attic epic doric) τροχός wheel masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόχιν — τρόχις courier masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρις — ο (ΑM κόρις, ιος και αττ. τ. εως, ὁ και ἡ, και κόρις, ιδος, ή) 1. το παράσιτο και ενοχλητικό έντομο κοριός (α. «κόρεις οἱ ἀπὸ κλίνης», Διοσκ. β. «κόρεων ὥσπερ ἡμεῑς ἀνάπλεως», Λουκιαν.) αρχ. 1. το φρυγανώδες και θαμνώδες φυτό υπερικόν το… … Dictionary of Greek
λοξοτρόχις — λοξοτρόχις, ιδος, ἡ (Α) (για το ποίημα Κασσάνδρα τού Λυκόφρονος) αυτή που τρέχει πλαγίως. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + τρόχις «δρομέας»] … Dictionary of Greek
τροχίων — τρόχιον rotella neut gen pl τρόχις courier masc gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
dhregh-1 — dhregh 1 English meaning: to run Deutsche Übersetzung: “laufen” Material: Arm. durgn, gen. drgan “potter’s wheel” (after Meillet BAL. SLAV. 36, 122 from *dhr̥gh ); Gk. τρέχω (Dor. τράχω), Fut. ἀποθρέξομαι, θρέξω “run”, τροχός (: O … Proto-Indo-European etymological dictionary